- πτελέινος
- -η, -ο / πτελέϊνος, -η, -ον, ΝΜΑ, και πτελείϊνος, -η, -ον, Α [πτελέα]κατασκευασμένος από ξύλο φτελιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτελείνων — πτελέινος of elm fem gen pl πτελέινος of elm masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτελείνοις — πτελέινος of elm masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτελείνους — πτελέινος of elm masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
μελέινος — μελέϊνος, η, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] … Dictionary of Greek